- ἀνευρυσμός
- ἀνευρυσμόςdilatationmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανευρυσμός — ο (Α ἀνευρυσμός) το ανεύρυσμα* … Dictionary of Greek
ἀνευρυσμῷ — ἀνευρυσμός dilatation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνευρυσμόν — ἀνευρυσμός dilatation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανευρύνω — ἀνευρύνω (Α) διαστέλλω, πλαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ευρύνω. ΠΑΡ. ανεύρυνση ( ις), ανεύρυσμα, ανευρυσμός] … Dictionary of Greek